λαντέρνα
Смотреть что такое "λαντέρνα" в других словарях:
λαντέρνα — η βλ. λατέρνα … Dictionary of Greek
λατέρνα — και λαντέρνα, η 1. αυτόματο μηχανικό μουσικό όργανο, η λειτουργία τού οποίου γίνεται με την περιστροφή, συνήθως με τη χρήση μανιβέλας, ενός τυμπάνου που φέρει κατάλληλα διευθετημένες ακίδες οι οποίες χτυπούν χορδισμένα μεταλλικά ελάσματα που… … Dictionary of Greek