λαντέρνα

λαντέρνα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "λαντέρνα" в других словарях:

  • λαντέρνα — η βλ. λατέρνα …   Dictionary of Greek

  • λατέρνα — και λαντέρνα, η 1. αυτόματο μηχανικό μουσικό όργανο, η λειτουργία τού οποίου γίνεται με την περιστροφή, συνήθως με τη χρήση μανιβέλας, ενός τυμπάνου που φέρει κατάλληλα διευθετημένες ακίδες οι οποίες χτυπούν χορδισμένα μεταλλικά ελάσματα που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»